χατζαριά — η, Ν βλ. χαντζαριά … Dictionary of Greek
χαντζάρι — το (λ. τουρκ.), ξίφος, σπαθί, γιαταγάνι: Τούρκοι και Έλληνες ήρθαν στα χέρια και τράβηξαν τα χαντζάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)